αρρις

αρρις
    ἄρρις
    -ῑνος Xen. v. l. = ἄρις См. αρις

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αρρις" в других словарях:

  • άρρις — ἄρρις ( ινος), ο, η (Α) [ρις] 1. αυτός που δεν έχει μύτη 2. (για κυνηγετικούς σκύλους) αυτός που δεν έχει δυνατή όσφρηση …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • ἄρρινας — ἄρρῑνας , ἄρρις without power of scenting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρινες — ἄρρῑνες , ἄρρις without power of scenting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»